Search:καταγωνίζομαι -> ΚΑΤΑΓΩΝΊΖΟΜΑΙ
καταγωνίζομαι
κ α τ α γ ω ν ί ζ ο μ α ι hex:#954;#945;#964;#945;#947;#969;#957;#8055;#950;#959;#956;#945;#953;
strongscsv lemma
- ΚΑΤΑΓΩΝΊΖΟΜΑΙ G2610 καταγωνίζομαι - 2610 καταγωνίζομαι - katagōnízomai - kat-ag-o-nid'-zom-ahee - from κατά and ἀγωνίζομαι; to struggle against, i.e. (by implication) to overcome:--subdue. - Verb - greek