Search:κατασφραγίζω -> ΚΑΤΑΣΦΡΑΓΊΖΩ
κατασφραγίζω
κ α τ α σ φ ρ α γ ί ζ ω hex:#954;#945;#964;#945;#963;#966;#961;#945;#947;#8055;#950;#969;
strongscsv lemma
- ΚΑΤΑΣΦΡΑΓΊΖΩ G2696 κατασφραγίζω - 2696 κατασφραγίζω - katasphragízō - kat-as-frag-id'-zo - from κατά and σφραγίζω; to seal closely:--seal. - Verb - greek