Search:
λαμπρότης -> ΛΑΜΠΡΌΤΗΣ
λαμπρότης
λ α μ π ρ ό τ η ς hex:#955;#945;#956;#960;#961;#8057;#964;#951;#962;
- ΛΑΜΠΡΌΤΗΣ G2987 λαμπρότης - 2987 λαμπρότης - lamprótēs - lam-prot'-ace - from λαμπρός; brilliancy:--brightness. - Noun Feminine - greek
Search Google:
λαμπρότης