Search:
φίλαυτος -> ΦΊΛΑΥΤΟΣ
φίλαυτος
φ ί λ α υ τ ο ς hex:#966;#8055;#955;#945;#965;#964;#959;#962;
- ΦΊΛΑΥΤΟΣ G5367 φίλαυτος - 5367 φίλαυτος - phílautos - fil'-ow-tos - from φίλος and αὐτός; fond of self, i.e. selfish:--lover of own self. - Adjective - greek
Search Google:
φίλαυτος