Search:ἀποκαταλλάσσω -> ἈΠΟΚΑΤΑΛΛΆΣΣΩ
ἀποκαταλλάσσω
ἀ π ο κ α τ α λ λ ά σ σ ω hex:#7936;#960;#959;#954;#945;#964;#945;#955;#955;#8049;#963;#963;#969;
strongscsv lemma
- ἈΠΟΚΑΤΑΛΛΆΣΣΩ G604 ἀποκαταλλάσσω - 604 ἀποκαταλλάσσω - apokatallássō - ap-ok-at-al-las'-so - from ἀπό and καταλλάσσω; to reconcile fully:--reconcile. - Verb - greek