Search:ἐπικατάρατος -> ἘΠΙΚΑΤΆΡΑΤΟΣ
ἐπικατάρατος
ἐ π ι κ α τ ά ρ α τ ο ς hex:#7952;#960;#953;#954;#945;#964;#8049;#961;#945;#964;#959;#962;
strongscsv lemma
- ἘΠΙΚΑΤΆΡΑΤΟΣ G1944 ἐπικατάρατος - 1944 ἐπικατάρατος - epikatáratos - ep-ee-kat-ar'-at-os - from ἐπί and a derivative of καταράομαι; imprecated, i.e. execrable:--accursed. - Adjective - greek