Search:
τελειότης -> ΤΕΛΕΙΌΤΗΣ
τελειότης
τ ε λ ε ι ό τ η ς hex:#964;#949;#955;#949;#953;#8057;#964;#951;#962;
- ΤΕΛΕΙΌΤΗΣ G5047 τελειότης - 5047 τελειότης - teleiótēs - tel-i-ot'-ace - from τέλειος; (the state) completeness (mentally or morally):--perfection(-ness). - Noun Feminine - greek
Search Google:
τελειότης