Search:
ἐκπειράζω -> ἘΚΠΕΙΡΆΖΩ
ἐκπειράζω
ἐ κ π ε ι ρ ά ζ ω hex:#7952;#954;#960;#949;#953;#961;#8049;#950;#969;
- ἘΚΠΕΙΡΆΖΩ G1598 ἐκπειράζω - 1598 ἐκπειράζω - ekpeirázō - ek-pi-rad'-zo - from ἐκ and πειράζω; to test thoroughly:--tempt. - Verb - greek
Search Google:
ἐκπειράζω